συγκατηγόρημα

συγκατηγόρημα
το грам, общее сказуемое

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συγκατηγόρημα" в других словарях:

  • συγκατηγόρημα — το, ΝΑ [συγκατηγορῶ] νεοελλ. (λογ.) κοινό κατηγόρημα δύο ή περισσότερων υποκειμένων αρχ. καθετί που λέγεται από κοινού με άλλους για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα …   Dictionary of Greek

  • συγκατηγορηματικός — ή, ό / συγκα τηγορηματικός, ή, όν, ΝΑ [συγκατηγόρημα, ήματος] αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως συγκατηγόρημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»